-ίδος or ῖδος, ἡ, = πέμφιξ (breath, blast, ray, drop, cloud) 5, Lyc. 686 (v.l. πεμφίγων).
[Seite 554] ίδος, ὴ, Nebenform von πέμφιξ, w. m. s.
-ίδος, -ή, -ῖδος, ἡ, Αη πέμφιγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε -ίς, -ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.].