ανυπότακτος

Revision as of 09:32, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.

Translations

draft dodger

Catalan: pròfug, pròfuga; German: Wehrdienstumgeher, Kriegsdienstumgeher, Drückeberger; English: draft dodger, draft evader; Greek: ανυπότακτος, φυγόστρατος; Ancient Greek: ἀστράτευτος; Italian: imboscato; Polish: dekownik; Russian: уклонист; Spanish: prófugo, desertor; Turkish: asker kaçağı; Ukrainian: ухилянт