ἀστράτευτος
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
ἀστράτευτον,
A without service: hence,
1 exempt from service, Lys.9.15.
2 never having seen service, Ar.V.1117, Aeschin.3.176; ἀστράτευτος καὶ λιποτάκτης Ph.1.144. Adv. ἀστρατεύτως = in unmanly fashion, like a coward Poll.1.159.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1que no hace o no ha hecho el servicio militar Ar.V.1117, Lys.9.15, Aeschin.3.176, Par.Vat.56, Philostr.VS 612.
2 que rehuye el servicio militar, prófugo, desertor Ἀστράτευτοι ἢ Ἀνδρόγυνοι tít. de una comedia de Éupolis, Sch.Ar.Au.1556, ἀστράτευτον καὶ λιποτάκτην Ph.1.144, δειλοὶ ὄντες καὶ ἀστράτευτοι D.Chr.32.43, fig. del amor οὐκ ἀργὸς ὢν ... οὐδ' ἀστράτευτος Plu.2.760d.
II adv. ἀστρατεύτως = con abandono del servicio militar sinón. de δειλῶς, ἀνάνδρως Poll.1.159.
German (Pape)
[Seite 377] der nicht als Soldat gedient hat, Ar. Vesp. 1117 Lys. 9, 15 Dem. 24, 102 u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dispensé du service militaire;
2 qui n'a jamais porté les armes.
Étymologie: ἀ, στρατεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀστράτευτος: не отбывавший воинской повинности Lys., Arph., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστράτευτος: [ᾰ], ὁ ἄνευ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ἑπομένως, 1) ἐξῃρημένος ἀπ’ αὐτῆς Λυσ. 115. 26, 2) ὁ μηδέποτε ὑπηρετήσας ὡς στρατιώτης, Ἀριστοφ. Σφ. 1117, Αἰσχίν. 78. 41: ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Α΄, 159.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστράτευτος, -ον) στρατεύω
1. ο μη στρατευμένος, αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό
2. εκείνος που έχει εξαιρεθεί, που έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση της θητείας
3. όποιος δεν έχει υπηρετήσει στον στρατό
μσν.- νεοελλ.
άπειρος, αδέξιος
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι στρατευμένος, που δεν εξυπηρετεί με την τέχνη, τη δημοσιογραφία κ.λπ. ορισμένο κόμμα ή ορισμένη πολιτική παράταξη.
Greek Monotonic
ἀστράτευτος: [ᾰ], -ον (στρατεύω), αυτός που δεν εκτελεί στρατιωτική υπηρεσία, αυτός που δεν υπηρέτησε ποτέ ως στρατιώτης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
στρατεύω
without service, never having seen service, Ar.
English (Woodhouse)
evading service, exempt from it, exempt from military service, not liable to military service
Translations
draft dodger
Catalan: pròfug, pròfuga; German: Wehrdienstumgeher, Kriegsdienstumgeher, Drückeberger; English: draft dodger, draft evader; Greek: ανυπότακτος, φυγόστρατος; Ancient Greek: ἀστράτευτος; Italian: imboscato; Polish: dekownik; Russian: уклонист; Spanish: prófugo, desertor; Turkish: asker kaçağı; Ukrainian: ухилянт