καινοδοξέω

Revision as of 22:53, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεοπραγέω, προσκαινουργέω;" to "νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1294] = καινοτομέω, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καινοδοξέω: ἔχω καινάς, νέας δόξας, νέα σχέδια περί τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι καινοτομέω), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1.

Translations

innovate

Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya