πρόσφθογγος

Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πρόσφθογγον, addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσφθογγος -ον [προσφθέγγομαι] begroetend.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφθογγος: обращающийся с приветствием: μῦθοι πρόσφθογγοι Aesch. слова приветствия; π. σοι νόστου βοά Aesch. возгласы в честь твоего возвращения.

Greek Monolingual

-ον, Α προσφθέγγομαι
αυτός που χρησιμεύει για προσφώνηση, για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πρόσφθογγος: -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.

Middle Liddell

πρόσ-φθογγος, ον,
addressing, saluting, μῦθοι πρ. words of salutation, Aesch.