προοικονομῶ

Revision as of 16:19, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ἡ, ΜΑ προοικονομῶ, προοικονομέω<br />η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η [[προετοιμασία]...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ προοικονομῶ, προοικονομέω
η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια.