κνύζω

Revision as of 14:20, 19 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1464] u. med. κνύζομαι, = κνυζάω (knurren, winseln). βρέφη κνυζόμενα Dion. Hal. 1, 79; τῆς κυνὸς κνυζομένης Plut. amat. narr. 3. – Bei E. M. 523, 3 auch = κνύω, κνάω.

Greek Monolingual

κνύζω (Α)
1. ξύνω
2. παράγω άναρθρο ήχο
3. (για σκύλους) γαυγίζω σιγανά με παράπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κνυζῶ (Ι) κατά τα βαρύτονα ρ.].