Thyoneus, Thyonaios; v. Θυώνη.
Θυωναῖος, ὁ (Α)ως κύριο όν. ὁ Θυωναῖοςο Διόνυσος ως γιος της Θυώνης (Σεμέλης).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύριο όν. Θυώνη.