βατραχίς

Revision as of 14:09, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βατραχίδος, ἡ,
A frog-green garment, Ar.Eq.1406, IG2.754.16, D.C.59.14.
2 = βατράχιον I, Alex.Trall.3.6: but,
II βᾰτρᾰχίς, βατραχῖδος, Dim. of βάτραχος, Nic.Th.416.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 dim. ranita ἀγρώσσων ... μολουρίδας ἢ βατραχῖδας Nic.Th.416, Hsch.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. βατραχίς βοτάνη Alex.Trall.2.103.3.
3 vestido de hombre de color verde Ar.Eq.1406, IG 22.1514.16 (IV a.C.), Poll.7.55, D.C.59.14.6, Hsch., Phot.β 98.

German (Pape)

[Seite 439] βατραχίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.

French (Bailly abrégé)

1βατραχῖδος (ἡ) :
petite grenouille, rainette, animal.
Étymologie: βάτραχος.
2βατραχίδος
adj. f.
de grenouille ; d'où subst.
1 habit vert clair;
2 renoncule, plante.
Étymologie: βάτραχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατραχίς -ῖδος, ἡ kikkergroene mantel.

Russian (Dvoretsky)

βατρᾰχίς: ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βατραχίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἐσθῆτος ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1406, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 19. 50. 2) βατράχιον 1, Ἀλέξ. Τραλλ.· ἀλλά, ΙΙ. βατραχίς, ῖδος, ὑποκορ. τοῦ βάτραχος, Νικ. Θ. 416.

Greek Monolingual

βατραχίς (-ίδος), η (Α)
1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα
2. το φυτό βατράχιο.

Greek Monotonic

βᾰτραχίς: -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a frog-green coat, Ar.