δαμαλίδα

Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) δάμαλις
η δαμάλα
νεοελλ.
1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα
2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα
3. γένος δίπτερων εντόμων.