σειρίδα

Revision as of 14:15, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σειρίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σιρίτι
2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών ηλεκτρικών συσκευών με ηλεκτρικό ρεύμα, κν. κορδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επίθημα -ίς, -ίδος].