στρουθίς

Revision as of 14:17, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of στρουθός 1, Alex.144.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς Ι, Εὐστ. Πονημ. 312. 1, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Μανδρ.» 1, καὶ αὐτόθι Meineke· - ὡσαύτως στρουθίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
υποκορ. μικρός στρουθός, πουλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφακίς)].