προσκατακλείω

Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

shut up besides, Hsch. s.v. κατακυνῶν:—aor. Pass. -κατεκλείσθην Aesop.349b.

French (Bailly abrégé)

fermer en outre.
Étymologie: πρός, κατακλείω.

Russian (Dvoretsky)

προσκατακλείω: сверх того запирать Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακλείω: κατακλείω προσέτι, Ἡσύχ. ἐν λ. κατακυνῶν· ― παθ. ἀόρ. -κατεκλείσθην Αἴσωπ. 187 ἔκδ. Furia.

Greek Monolingual

ΜΑ κατακλείω
σφίγγω ακόμη περισσότερο τον κλοιό.

Greek Monotonic

προσκατακλείω: κλειδώνω κάτι καλά, σφαλίζω· Παθ. αόρ. αʹ -κατεκλείσθην, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

to shut up besides: aor1 pass. -κατεκλείσθην Aesop.