ἀκαμαντόπους

Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, untiring of foot, ἵππος Id.O.3.3; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντόπους) -πουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pie infatigable ἵππος Pi.O.3.3
fig. incansable βροντά Pi.O.4.1, ἀπήνη Pi.O.5.3.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén.-ποδος
aux pieds infatigables.
Étymologie: ἀκάμας, πούς.

German (Pape)

unermüdlichen Fußes, Pind. ἵπποι Ol. 3.3; ἀπήνη 5.3; βροντή 4.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντόπους: ποδος adj. с неутомимыми ногами, т. е. быстрый, стремительный (ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. -ποδος, ὁ ἀκάματος εἰς τοὺς πόδας, ἵππος, Πινδ. Ο. 3, 5· ὡσαύτ. ἀκ. βροντή, ἀπήνη, αὐτόθι 4, 2., 5, 6.

English (Slater)

ᾰκᾰμαντόπους with untiring feet ἀκαμαντοπόδων ἵππων (O. 3.3) met. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3)

Greek Monolingual

ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, το, ακάματος στα πόδια, μη εξαντλημένος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

untiring of foot, unwearied, Pind.