εος, τό, (δράω) doing, deed, power; also, = ὄργανον, ἄγαλμα, κατασκεύασμα, Hsch. (δρανός cod.).
[Seite 665] τό (δραίνω), Thatkraft, Tat, Hesych.
δρᾶνος: -εος, τό, (δράω) ἔργον, πρᾶξις· ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.