δραίνω

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραίνω Medium diacritics: δραίνω Low diacritics: δραίνω Capitals: ΔΡΑΙΝΩ
Transliteration A: draínō Transliteration B: drainō Transliteration C: draino Beta Code: drai/nw

English (LSJ)

A to be ready to do, Il.10.96.
II have strength, δ. μυἶ ὅσον Herod.1.15, cf. 2.95.

Spanish (DGE)

1 estar dispuesto a hacer εἴ τι δραίνεις Il.10.96.
2 tener fuerza ἐγὼ δὲ δραίνω μυῖ' ὄσον tengo tanta fuerza como una mosca Herod.1.15, νῦν δείξετ' ἠ Κῶς κὠ Μέροψ κόσον δραίνει Herod.2.95.
• Etimología: Cf. 1 δράω.

German (Pape)

[Seite 664] entst. aus δρανἰω, thun wollen, Homer einmal, Iliad. 10, 96, vgl. Apoll. Lex. Hom p. 60, 17.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
vouloir faire une chose.
Étymologie: δράω.

Russian (Dvoretsky)

δραίνω: [desiderat. к δράω собираться (с)делать (τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δραίνω: κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ δρασείω, εἶμαι ἔτοιμος, πρόθυμος νὰ πράξω, Ἰλ. Κ. 96.

English (Autenrieth)

(δράω): wish to act or do anything, Il. 10.96†.

Greek Monolingual

δραίνω (Α)
1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι
2. έχω δύναμη, ισχύ.

Greek Monotonic

δραίνω: κατά πολύ όμοιο με το δρασείω, είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

much like δρασείω
to be ready to do, Il.