συναιωρέομαι

Revision as of 20:15, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass., to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd. 112b, cf. Plu.2.564d.

French (Bailly abrégé)

συναιωροῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l'esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.

Russian (Dvoretsky)

συναιωρέομαι:
1 вместе подниматься, вздыматься: σ. τῷ ὑγρῷ Plat. подниматься вместе с испарениями;
2 быть в недоумении, колебаться: σ. τῷ μέλλοντι Plut. быть в сомнении насчет будущего.

Greek (Liddell-Scott)

συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.

Greek Monotonic

συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.