ἐκγυμνόω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
dejar al descubierto τὰ πεδία Aesop.8
•fig. τὰς ἐν ψυχαῖς διαφοράς Eus.Theoph.14.
French (Bailly abrégé)
ἐκγυμνῶ :
ao. ἐξεγύμνωσα;
mettre entièrement à nu.
Étymologie: ἐκ, γυμνόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγυμνόω: γυμνώνω, τὸ πᾶν τοῦ σώματος πλὴν τῆς αἰδοῦς ἐξεγύμνωσα Εὐμάθ. 4. 114. - Παθ., μεταφ., ἀναλίσκομαι, ἀφανίζομαι, Βαβρ. 22. 16.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγυμνόω: совершенно обнажать Babr.