ἀπανθρακόω
English (LSJ)
burn to a cinder, ἀπηνθράκωσεν Luc.DMort.20.4:—Pass., Id.DMar.11.1, Peregr.1.
Spanish (DGE)
1 abrasar, reducir a pavesas σε Luc.DMort.20.4.
2 en v. med. abrasarse Luc.DMar.11.1, Fug.2, Peregr.1.
German (Pape)
[Seite 278] ganz zu Kohlen verbrennen, Luc. Peregr. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ἀπανθρακῶ :
réduire en charbon.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθρᾰκόω: превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρακόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, ἀπηνθράκωσεν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4: - Παθ,. ὁ αὐτ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1 Περεγρ. 1, κτλ.
Greek Monotonic
ἀπανθρακόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε κάρβουνο, απανθρακώνω, σε Λουκ.