αμυγδαλή

Revision as of 14:37, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].