ἄγγελμα

Revision as of 20:45, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")

English (LSJ)

τό, message, tidings, E.Or.876, Th.7.74, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mensaje πολεμίων πάρα ἄ. E.Or.876, πρὸς τὸ ἄ. Th.7.74, κρυπτὰ ἀγγέλματα Hdn.7.6.5.

German (Pape)

[Seite 10] τό, Botschaft, Nachricht, Eur. Cr. 875; Thuc. 7, 74; Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
message, nouvelle.
Étymologie: ἀγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἄγγελμα: ατος τό весть, известие, сообщение Eur., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγελμα: τό, μήνυμα, παραγγελία, εἴδησις, Εὐρ. Ὀρ. 876, Θουκ. 7. 74, κτλ.

Greek Monotonic

ἄγγελμα: -ατος, τό, μήνυμα, ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

a message, tidings, news, Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

message, tidings, what is announced