ὄρνις, cock, 'chanticleer', S.Fr.791 (κοκκο- codd. Eust.).
κοκκυβόας, ὁ (Α)φρ. «κοκκυβόας ὄρνις» — πετεινός, κόκορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αυλοβόας, ταυροβόας].