κωδωνόκροτος

Revision as of 09:50, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κωδωνόκροτον, of or with jingling bells, σάκος S.Fr.859 (lyr.); κ. κόμποι E.Rh.383 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1541] od. richtiger mit Ellendt κωδωνοκρότος, mit Glocken, Schellen tönend; σάκος, Soph. frg. 738, ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους Eur. Rhes. 383, kann auch Trompetengeschmetter sein. Vgl. κώδων.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
qui fait un bruit de cloches ou de grelots.
Étymologie: κώδων, κροτέω.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνόκροτος:
1 звенящий своими колокольчиками (σάκος Soph.);
2 издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνόκροτος: -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, σάκος Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.

Greek Monolingual

κωδωνόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κροτος (πρβλ. φιλόκροτος, χαλκόκροτος)].

Greek Monotonic

κωδωνόκροτος: -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.

Middle Liddell

κωδωνό-κροτος, ον
ringing, jingling, as with bells, Eur.