τετράπτερος

Revision as of 09:55, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τετράπτερον, four-winged, of winged ants, S.Fr.29; τετράπτερα, opp. δίπτερα, Arist.HA490a16, PA682b8.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Flügeln; Soph. Irg. 27; Arist. H. A. 1, 5 partt. an. 4, 6.

Russian (Dvoretsky)

τετράπτερος: четверокрылый Soph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτερος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, ἐπὶ μυρμήγκων πτερυγοφόρων, Σοφ. Ἀποσπ. 27˙ τετράπτερα, ἀντίθετον τῷ δίπτερα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπτερος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. δίπτερος].