ἀειφόρον, = ἀειθαλής, dub. in S.Fr.580.
-ον• Alolema(s): ἀεί- Hymn.p.22M.siempre productivo S.Fr.580, ὥσπερ ... πρέμνον ἀείφορον ἄγγος τὸ ἔλαιον ἔβρυσε Hymn.l.c., cf. anón. en PWash.Univ.70.2.3.
[Seite 41] stets Früchte tragend, Soph. frg. 509.
ἀειφόρος: «ἀειθαλής», Ἡσύχ.