περιτυλίσσω
English (LSJ)
wrap round, Sor.1.82,84, Hsch. s.v. ἐσπαργάνωσεν, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
περιτυλίσσω: τυλίσσω ὁλόγυρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσπαργάνωσιν· «περιτυλίξας, περιειλήσας» Φώτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν
1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού
2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο.