σύλησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, spoiling, plundering, S.Ichn.75, Pl.Lg.853d (pl.), Max583 (unless συλήσιος is an Adj. stolen).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, Beraubung, Plünderung, Plat. Legg. IX, 853 d u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύλησις -εως, ἡ συλάω beroving, plundering.
Russian (Dvoretsky)
σύλησις: εως (ῡ) ἡ кража, хищение: σ. ἱερῶν Plat. ограбление храмов, святотатство.
Greek (Liddell-Scott)
σύλησις: ἡ, (σῡλάω) λεηλασία, διαρπαγή, Πλάτ. Νόμ. 853D, Μάξιμ. π. καταρχ. 583. ― Ἐν τῷ δευτέρῳ τούτῳ χωρίῳ τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ συλήσιος ὡς ἐπίθ., κλοπιμαῖος.