διαρπαγή

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρπᾰγή Medium diacritics: διαρπαγή Low diacritics: διαρπαγή Capitals: ΔΙΑΡΠΑΓΗ
Transliteration A: diarpagḗ Transliteration B: diarpagē Transliteration C: diarpagi Beta Code: diarpagh/

English (LSJ)

ἡ, plundering, Hdt.9.42, Plb.10.16.6, PMasp.4.13 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
saqueo, pillaje μετά δὲ τήν διαρπαγὴν ἀπολέσθαι πάντας Hdt.9.42, ἅπασα δ' ἡ χώρα ταραχῆς καὶ διαρπαγῆς ἔγεμεν D.S.12.41, ἵνα μὴ δ. ὑπὸ τοῦ πλήθος γένηται D.C.59.30.3, cf. Plb.10.16.6, IAphrodisias 1.12.13 (I a.C.), App.BC 5.49, Vett.Val.102.27, Hld.1.3.5, IG 22.1121.24 (IV d.C.), PMasp.4.13 (VI d.C.), c. gen. obj. δόμων Lyc.70, αὐτοῦ LXX Ma.3.10, τῶ[ν το] ῦ [θ] εοῦ χρημάτων IM 46.10 (III/II a.C.), cf. Plu.2.248e, τῶν ἀγρῶν D.H.9.67, c. gen. subjet. τῶν θεωρῶν I.AI 19.93.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, das Plündern, Her. 9, 42; Pol. 10, 16, 6; Diod. Sic. 12, 41.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pillage.
Étymologie: διαρπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρπαγή -ῆς, ἡ [διαρπάζω] plundering.

Russian (Dvoretsky)

διαρπᾰγή:
1 грабеж, расхищение Her., Diod.;
2 хищение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διαρπᾰγή: ἡ, λεηλασία, Ἡρόδ. 9. 42· κλοπὴ (δημοσίων), Πολύβ. 10. 16, 6.

Greek Monolingual

η (AM διαρπαγή)
1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση
2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του.