διορθωτήρ

Revision as of 07:33, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διορθωτῆρος, ὁ, = διορθωτής (corrector, editor, reviser, reformer), IG 9(1).694.138 (pl.).

Spanish (DGE)

διορθωτῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς IPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαι IG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτήρ: διορθωτῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.

Greek Monolingual

ο (Α διορθωτήρ) διορθώ
νεοελλ.
όργανο για τη διόρθωση της βολής τών ναυτικών πυροβόλων
αρχ.
ο διορθωτής.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = διορθωτής, Inscr. 2 p. 22.