κατειλέω

Revision as of 19:10, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

   A force into a narrow space, coop up, in Pass., ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80; ἐς τὸ ἄστυ ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ . . πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70, cf. J.AJ14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac.622, cf. Arist.Pr.869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U.    b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13.    2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6.    3 roll up, βιβλίον Luc.Alex.20.    II v. κατίλλω.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. εἰλέω), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden.