κατίλλω
From LSJ
English (LSJ)
= κατειλέω, φωναὶ κακούμεναι καὶ κατίλλουσαι (v.l. κατειλοῦσαι) dub. sens. in Hp.Epid.3.5 (cf. Gal.17(1).678, Erot.); = κατείργω, Phot. s.v. κατουλάδα.
German (Pape)
[Seite 1402] = κατείλλω, w. m. s.
Greek Monolingual
κατίλλω (Α)
κατειλώ, εμποδίζω, περιορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἴλλω «εμποδίζω, προστατεύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατίλλω zie κατείλω.