πλινθοβάψ

Revision as of 10:15, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, brickmaker, Hdn.Gr.1.246.

German (Pape)

[Seite 636] ὁ, Ziegelstreicher, Arcad. 94, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοβάψ: ὁ, ἡ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Ἀρκάδ. 94. 13.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -βάψ (< βάπτω), πρβλ. πελεθοβάψ].