μονόδους

Revision as of 08:55, 5 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μονόδοντος, ὁ, ἡ, one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] μονόδοντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

French (Bailly abrégé)

μονόδοντος (ὁ, ἡ)
qui n'a qu'une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.

Russian (Dvoretsky)

μονόδους: μονόδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: μονόδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

Greek Monolingual

ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].

Greek Monotonic

μονόδους: μονόδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μον-όδους, μονόδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.

English (Woodhouse)

with a single tooth