περινέφελος
English (LSJ)
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
περινέφελος: обложенный тучами, облачный (ἀήρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
περινέφελος: -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, νεφελώδης, ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.
Greek Monolingual
-ον, Α
σκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νέφελος (< νεφέλη)].