μεγαλομέρεια

Revision as of 07:39, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45.
II generally, largeness of scale, great size, μεγαλομέρεια καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa).
III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Teilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλομέρεια:сложенность из крупных элементов, большие размеры составных частей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.

Greek Monolingual

μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.