μεγαλοδωρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, munificence, Luc.Sat.4, DMort.6.4, Anach.9, Hld.9.24, CPHerm.121.13 (iii A.D.): pl., Hdn.2.3.9.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, das große Geschenke Machen, Freigebigkeit mit großen Geschenken, Luc. Saturn. 4, Hdn. 2, 6, 10 u. öfter, u. a. Sp. – Tzetz. prol. Schol. Ar. 1 sagt auch μεγαλοδωρίοις βασιλικοῖς.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
munificence.
Étymologie: μεγαλόδωρος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοδωρία: ἡ, τὸ μεγαλοδωρεῖσθαι, γενναιοδωρία, Λουκ. Κρονοσόλων 4. Ἡμαρτημένος τις τύπος μεγαλοδωρεὰ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 4, Ἀναχ. 9, καὶ παρὰ τῷ Ἡλιοδ. 9. 24.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλοδωρία και μεγαλοδωρεά) μεγαλόδωρος
το να δωρίζει κάποιος μεγάλα και ακριβά δώρα ή να κάνει μεγάλες δωρεές, γενναιοδωρία.
Greek Monotonic
μεγᾰλοδωρία: ἡ, γενναιοδωρία, σε Λουκ.
Middle Liddell
μεγᾰλοδωρία, ἡ,
munificence, Luc. [from μεγᾰλόδωρος]