προκαθοράω

Revision as of 07:24, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

προκαθορῶ :
seul. f. προκατόψομαι;
considérer ou examiner auparavant.
Étymologie: πρό, καθοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθοράω eerst verkennen.

Russian (Dvoretsky)

προκαθοράω: (только ион. fut.) заранее высматривать, разведывать: νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Her. (персы) выслали корабли для разведки.

Greek Monotonic

προκαθοράω: μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ προκαταρτικά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθοράω: προκατοπτεύω, νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας Ἡρόδ. 8. 23.

Middle Liddell

fut. -κατόψομαι
to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.