εξερευνώ

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξερευνῶ, -άω) ερευνώ
εξετάζω λεπτομερώς
νεοελλ.
παρατηρώ προσεκτικά μια περιοχή για εμπορικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.