προξυράω

Revision as of 07:25, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.

German (Pape)

[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.

French (Bailly abrégé)

προξυρῶ :
part. pf. Pass. προεξυρημένος;
raser d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ξυράω.

Greek (Liddell-Scott)

προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.

Russian (Dvoretsky)

προξῠράω: предварительно стричь (προεξυρημένοι - v.l. προῃξηρημένοι - τοὺς ἐγκεφάλους Luc.).