προξυράω
English (LSJ)
shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.
German (Pape)
[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.
French (Bailly abrégé)
προξυρῶ :
part. pf. Pass. προεξυρημένος;
raser d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ξυράω.
Greek (Liddell-Scott)
προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.
Russian (Dvoretsky)
προξῠράω: предварительно стричь (προεξυρημένοι - v.l. προῃξηρημένοι - τοὺς ἐγκεφάλους Luc.).