ταμιεύω
English (LSJ)
fut.
A -εύσω Ar.Eq.948, Is.6.61, etc.: pf. τεταμίευκα D.S.37.8:—Med., fut. -εύσομαι D.H.1.82: aor. ἐταμιευσάμην D.S.4.12, Luc.Im.21:—Pass., aor. ἐταμιεύθην Ph.2.539: pf. τεταμίευμαι Lys.30.3 codd., Plu.2.157a; in med. sense, Hyp.Dem.Fr.4:—to be treasurer, paymaster, controller, IG12.467; οὐκέτι ἐμοὶ ταμιεύσεις Ar.Eq.948, cf. 959, D.24.129; σὺ γὰρ ταμιεύουσ' ἔτυχες Ar.V.964; τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Arist.Pol.1282a31: c. gen., τῆς Παράλου τ. to be paymaster of... D. 21.173; προσόδων Inscr.Délos 439a18 (ii B.C.); τ. στρατιωτικῶν Plu. 2.842f:—Med., αὐταῖς ταμιεύεσθαι Ar.Th.419 (cod. R, ταμιεῦσαι καὶ Reiske), cf. Ec.600 (anap.). 2 at Rome, to be quaestor, D.S.37.8, IG14.751 (Naples), Plu.Num.9, App.BC1.77, etc. II trans., deal out, dispense, Pl.R.465c:—Med., τὰ τίμια ἐκ τῆς ψυχῆς ταμιεύομαι X.Smp.4.41; τ. μικρὰς τὰς ψωμίδας, of a bird feeding, Arist.Fr.348:— Pass., τὴν δύναμιν ἐκ τούτου -ομένην Pl.R.508b; τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα we have the laws dealt out, Lys.30.3 (nisi leg. ἐταμιευόμεθα); [ὕδωρ] ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Arist.Mete.353b21, cf. GA770a21; of a patient's drinks, ὕστερον -έσθω Aët.9.30. 2 manage, control, [ταμίαι] ταμιευόντων ἐμ πόλει ἐν τῷ ὀπισθοδόμῳ τὰ τῶν θεῶν χρήματα IG12.91.15; τὰ τῆς πόλεως Lys.21.14; of keeping house, regulate, manage, Ar.Av.1538, Lys.493:—Med., τὸ ἀργύριον . . τοὺς ἱεροποιοὺς ἐμ πόλει ταμιεύεσθαι IG12.6.121. 3 store up, Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονάς she was the depository of it, S.Ant.949 (lyr.):—Med., Arist.HA615b23:—Pass., c. dat., to be held in trust for, Δωριεῖ λαῷ Pi.O.8.30; to be stored or saved up for, ταμιεύεταί σοι Ῥοδιακοῦ (sc. μέλιτος ἡμικάδιον) ά PCair.Zen.680.14 (iii B.C.). 4 metaph., husband, ἰσχύν Hp. Art.47:—Med., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν control the limits to which we mean to extend our sway, Th.6.18; ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι X.An.2.5.18, cf. Eq.Mag.7.11, Cyr.3.3.47, 4.1.18; ταμιεύεσθαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, make the best use of fortune or the time, D.H.1.65,82; ἐς τὴν αὔριον ταμιεύεσθαι τὸ μῖσος lay it by . ., Luc.Prom.8; ταμιεύεσθαί τινα τῶν ῥητῶν εἰς τὸ Περὶ ἔθους γραφησόμενον ἡμῖν save up . ., Gal.19.219; τῶν θεῶν ταμιευσαμένων εἰς τοῦτον τὸν ἱερώτατον καιρὸν τὴν τῆς οἰκουμένης ἀσφάλειαν having preserved . ., OGI669.9 = BGU1563.26 (i A.D.). b Med., c. gen., regulate in amount, exercise control over, τοῦ πνεύματος Arist.GA788a32, cf. Plu.2.131d. c abs., Arist.GA 788a30, PA675b21. III = Lat. fisco, proscribo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1066] u. als dep. med. ταμιεύομαι, ich bin ein ταμίας, eine ταμία, Haushalter, Wirthschafter, Verwalter; Ar. Equ. 943, dem folgenden ἐπιτροπεύειν entsprechend; oft auch med., Th. 419 Eccl. 609; Plat. Rep. V, 405 c; ταμιεύσας τῆς παράλου, Dem. 2 l, 173; übh. verwalten, Δωριεῖ χώραν λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ, Pind. Ol. 8, 30; ταμιεύσας ἐν ἀκροπόλει τὰ ἀριστεῖα τῆς πόλεως, Dem. 24, 129; übertr. sagt Soph. Ant. 940 von der Danae καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein, ἐφ' ὧν ποταμῶν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν ὑμῶν βουλώμεθα μάχεσθαι, Xen. An. 2, 5, 18; vgl. Thuc. 6, 18, οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 47. 4, 1, 18; ταμιεύου τἀργύριον καὶ φύλαττε, Luc. adv. ind. 25. – Uebertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. – Von der Zeit, nur im med., ἐς τὸ αὐριον ταμιεύεσθαι τὸ μῖσος, verschieben, aufsparen, Luc. Prom. 8; Plut.; dah. ταμιεύεσθαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen, D. Hal. – Bei den Römern = quaestor sein, Plut. Num. 9.