ἀριστεῖα
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
[ᾰρ], Ion. ἀριστήϊα, τά,
A the meed of valour, ἀ. διδόναι τῷ ἀξιωτάτῳ Hdt.8.123, cf. 124; ἀπαίτεε τοὺς Αἰγινήτας τὰ ἀ. demanded of them the reward (they had received) for prowess, ib.122; τὰ ἀ. τῆς νίκης φέρεσθαι Hp.Aër.23, cf. S.Aj.464, Pl.Lg.919e, Isoc.9.16, etc.; ἀ. τῆς θεοῦ offered to her, IG2.652A30, al.; ἀριστεῖον τῷ θεῷ ib.814a A 32, cf. SIG276 A 9 (Delph.), D.22.72: less freq. in sg. in same sense, Hdt.8.11, Luc.D Deor.22.3.
2 in sg., monument of valour, memorial, τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους πολέμου D.19.272, cf. 59.97.
Greek Monotonic
ἀριστεῖα: τά, Ιων. -ήϊα, τά,
1. το βραβείο για τον καλύτερο και τον γενναιότερο, αμοιβή για γενναιότητα, σε Ηρόδ., Σοφ., Πλάτ.· σπανίως, ομοίως σε ενικ., σε Ηρόδ.
2. ενικ., μνημείο ανδρείας, αναμνηστικό νίκης, σε Δημ.
Middle Liddell
1. the prize of the best and bravest, the meed of valour, Hdt., Soph., Plat.:—rarely so in sg., Hdt.
2. in sg. a monument of valour, memorial, Dem.
English (Woodhouse)
meed of valour, palm of victory, prize of valor, prize of valour