πεδάω
English (LSJ)
Ep. 3sg.
A πεδάᾳ Od.4.380 : Ep. and Ion. impf. πεδάασκον 23.353 : pf. part. Pass. πεπεδημένος Paus.8.49.6 : (πέδη) :—prop. bind with fetters : hence, simply, bind, make fast, ἐπέδησε θύρας (unless this be from ἐπιδέω) Od.21.391 ; π. ἄνδρα δαιδάλῳ πέπλῳ A.Eu. 635 ; τὸν μούναρχον πεδήσας Hdt.6.23. 2 shackle, trammel, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα Il.13.435 ; δόλῳ ἅρμα πεδῆσαι 23.585, cf. Pi.P.6.32, N. 5.26 ; ἕρκος Ἀχαιῶν θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Id.Pae.6.86 ; νῆα θοὴν ἐπέδησ' ἐνὶ πόντῳ Od.13.168 ; of sleep, ὅς μ' ἐπέδησε φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας 23.17 ; ὕπνος λύει πεδήσας S.Aj.676 ; esp. of a deity or fate overruling a mortal's will, μοῖρ' ἐπέδησε c. acc. pers., Il.4.517 ; ὅς τίς μ' ἀθανάτων πεδάᾳ Od.4.380 ; πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀθήνη 18.155 ; ἐμὲ θεοὶ πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης 23.353 : c. inf., Ἕκτορα δ' αὐτοῦ μεῖναι . . μοῖρ' ἐπέδησε constrained him to remain on the spot, Il.22.5 ; μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι constrained him to be slain, Od.3.269 ; τό γε Μοῖρ' ἐπέδησε οὖλον ἀκίνητόν τ' ἔμεναι Parm.8.37, cf. 10.6 : rare in Prose, καθ' ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν Pl.Ti.71e, cf. 43d, Plot.3.5.7 ; εἰ πεδᾶται ὁ ταὐτοῦ κύκλος Dam.Pr.400 ; τῷ ἀξιώματι πεδηθείς D.C.60.29.
German (Pape)
[Seite 540] (s. πέδη;, fesseln, binden, festbinden, θύρας, Od. 21, 391; festhalten, hemmen, δόλῳ ἅρμα πεδῆσαι. Il. 23, 585, γυῖα, 13, 435, νῆα ἐνὶ πόντῳ, Od. 13, 168; u. bes. von den Göttern, welche die Vernunft u. den freien Willen der Menschen fesseln u. zu unfreiwilligen Handlungen zwingen, Διώρεα Μοῖρ' ἐπέδησε Il. 4, 517, Ἕκτορα δ' αὐτοῦ μεῖναι ὀλοιὴ Μοῖρ' ἐπέδησεν 22, 5, zwang ihn zu bleiben, πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀθινη – δαμῆναι Od. 18, 155, vgl. 3, 269; ὅστις μ' ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, 4, 380. 469; ἐμὲ ἀλγεσι θεοὶ πεδάασκον, 23, 353; mit doppeltem accus., ὅς μ' ἐπέδησε βλέφαρα ἀμφικαλύψας, Od. 23, 17, vom Schlafe, wenn man nicht besser den accus. βλέφαρα vom partic. ἀμφικ. abhängig macht; Pind. πέδασον ἔγχος, Ol. 1, 76; ἵππος ἅρμ' ἐπέδα, P. 6, 32; δόλῳ νιν πεδᾰσαι, N. 5, 26; πεδήσασ' ἀνὁρα δαιδάλῳ πέπλῳ, Aesch. Eum. 605; vom Schlafe Soph Ai. 661; in Prosa, τὸν μούναρχον πεδήσας Her. 6. 23, καθ' ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν, im Gebrauche des Verstandes gehemmt, Plat. Tim. 71 e; Folgde.