βουκολέω

Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

   A tend cattle, ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες (Ep. impf.) Il.21.448, etc.: abs., Parth.4.1, Luc.DDeor.3:—Med., βουκολεῖσθαι αἶγας Eup.18:—Pass., of cattle, graze, ἕλος κάτα βουκολέοντο, of horses, Il.20.221, cf.Ar.Pax153: metaph. of meteors, range through the sky, Call.Del.176.    b c. acc. rei, graze on, Τρηχινίδα Euph. 114.    2 of persons, βουκολεῖς Σαβάζιον you tend, serve him (with allusion to his tauriform worship), Ar.V.10:—Med., μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον ruminating, pondering, A.Eu.78.    II metaph., cheat, beguile, πάθος Id.Ag.669; τὸ δήμιον Ar.Ec.81, cf. Men.Sam.251; αἱ τίτθαι τοὺς παῖδας διὰ μυθολογίας βουκολοῦσιν Max.Tyr.10.3; β. λύπην Babr.19.7; ἀλλοτρίοις κόσμοις τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπές β. Luc.Am.38:—Med., ἐλπίσι βουκολοῦμαι I feed myself on hopes, cheat myself with them, Alciphr.3.5, cf. Luc.Trag.29; ἐπιθυμίαις Id.Am.2:—Pass., Stoic.3.147; βουκολεῖσθαι ὑπὸ ἐνυπνίων Porph.Marc.6.

German (Pape)

[Seite 456] 1) Rinder weiden, hüten, βουκόλος sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 ἔνθα κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο θήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον πάθος Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18.