κατασκόπιον

Revision as of 16:57, 12 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, look-out ship, Gell.10.25 (sed leg. κατασκοπικόν).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, das Wachtschiff, Cic. Att. 5, 11, l. d., vgl. Gell. N. A. 10, 25.

Russian (Dvoretsky)

κατασκόπιον: τό (sc. πλοῖον) разведывательное или сторожевое судно Cic.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκόπιον: τό, πλοῖον κατασκοπευτικόν, πρόσκοπος, Γέλλ. 10. 25· τοιαῦτα δὲ πλοῖα εἶναι, οἱ προπλεῖν εἰθισμένοι λέμβοι Πολύβ.· νῆες πρόπλοι παρὰ Θουκ. καὶ πρωτόπλοι παρὰ Ξεν., πρβλ. ἐπίκωπος.

Greek Monolingual

κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) κατάσκοπος
κατασκοπευτικό πλοίο.