πταίω

Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

Th.1.122, etc.: fut.

   A πταίσω D.2.20: aor. ἔπταισα Hdt.9.101, etc.: pf. ἔπταικα Men.675, Bato 1, Plb.3.48.4, (προσ-) Isoc.6.82:— Pass., v. infr.1:    I trans., cause to stumble or fall, σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει Pi.Fr.205, cf.LXX 1 Ki.4.3:—Pass., to be missed, of things, Ael. NA2.15; τὰ πταισθέντα failures, errors, Luc.Demon.7; ἃ ἐπταίσθη his failures, Plu.Comp.Dion.Brut.3.    II intr., stumble, trip, fall, π. πρός τινι stumble against, fall over, π., ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Pl.R.553b, cf. A.Pr.926, Theoc.7.26; πρὸς τὰς πέτρας cj. in X. An.4.2.3; prov., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Plb.31.11.5; also π. περί τινι, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς lest Hellas should get a fall over him, i.e. be defeated by him, Hdt.9.101.    2 metaph., make a false step or mistake, Th.2.43, D.2.20, Men.672, etc.; ἐὰν πταίωσί τι when they make a blunder, of medical men, Philem.75.5; οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω π., Th.1.122, 4.18, 6.33; ἔν τισι D. 18.286; λογισμοῖς Men.380; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, etc., Plb.18.14.13, 3.48.4, 1.10.1, etc.; ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Pl.Tht.160d; also π. ὑπ' ἀνάγκας S.Ph.215 (lyr.); ὑπό τινος π. τῇ πατρίδι Plb.5.93.2; ἐκ τύχης Id.2.7.3.    3 π. τῆς ἐλπίδος to be baulked of . ., Hdn.8.5.1.    4 ἡ γλῶττα π. stutters, Arist.Pr.875b19.

German (Pape)

[Seite 807] πταίσω, perf. pass. ἔπταισμαι, – 1) trans. anstoßen, machen, daß Etwas fallt, ausgleitet; μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει, Pind. frg. 221; τινὰ τῆς ἐλπίδος, machen, daß Einer seine Hoffnungen aufgiebt, ihn in seinen Hoffnungen täuschen, Hdn. 8, 5, 1; pass. τὰ πταισθέντα, Fehler, Irrthümer, Luc. Demon. 7. – Gew. 2) intrans., anstoßen, anschlagen; vom Steine, πταίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 3; sprichwörtlich μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν, Pol. 31, 19, 5; anrennen, straucheln, fallen, πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ, Aesch. Prom. 928; μὴ πταίσας μογῇς, Ag. 1607; ἦ που πταίων βοᾷ, Soph. Phil. 215; u. in Prosa: Thuc. 4, 18 n. öfter; einen Unfall haben, in Unglück gerathen, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, daß Griechenland nicht im Kampfe mit Mardonius unterliege, Her. 9, 101; μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα, Plat. Theaet. 160 d; fehlen, irren, εὐλαβηθῶμεν, μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Phil. 45 a; πρὸς ἕρματα, Rep. VIII, 553 a; Ggstz von εὐτυχεῖν, Xen. Cyr. 3, 1, 26; εἰ δέ τι πταίσει Φίλιππος, Dem. 2, 20; ταῦτ' ἐν οἷς ἔπταισεν ἡ πόλις, 18, 286, u. öfter; Folgde; im Ggstz von κατορθοῦν, Pol. 11, 14, 4; πταίειν τῇ μάχῃ, 17, 14, 13; τοῖς πράγμασι, 1, 10, 1; τοῖς ὅλοις, Alles verlieren, 3, 48, 4, u. öfter; auch vom Exil, τῇ πατρίδι, 1, 12, 7; ὑπό τινος, von Einem vertrieben werden, 5, 93, 2 u. Sp. – Ueber den Zusammenhang mit πίπτω, πτῶσις s. Buttm. Lexil. I p. 295.