ἐπικρύπτω

Revision as of 19:18, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

poet. aor. 2

   A ἐπέκρῠφον Q.S.7.235 (v.l.ἀπ-):—throw a cloak over, conceal, χεῖρας φονίας A.Eu.317 (lyr.); τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Pl.Cra.421b; f.l.for ἔπη κρύπτειν, E.Supp.296:—freq. in Med., disguise, κἀπικρύψασθαι κακά S.Fr.88.12 (v.l.); τὰς αὑτοῦ τύχας . . τοὐπικρύπτεσθαι σοφόν E.Fr.553; ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.La.196b, cf. Prt.346b; τἀληθῆ D.17.17: abs., ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, X.An.1.1.6; ἐπικρύπτεσθαί τι τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων D. 61.45; πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.Per.4; ἐ. τινά τι conceal a thing from one, Plb.3.75.1; also ἐ. τινὰ ὡς . . Pl.Tht.180d; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Id.R.476e; disguise, conceal one's purpose, τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι Th.8.92; ἐσθῆτι θεράποντος Plu.Caes.38:—Pass., to be concealed, Arist.Pol.1278a39.

German (Pape)

[Seite 954] verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προσγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσθαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤθροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληθῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσθῆτι Caes. 38.