δορυθαρσής

Revision as of 08:27, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

δορυθαρσές, δορίτολμος (bold in war, bold with the spear, daring in war), Epigr.Gr.1035.18 (Pergam.), APl.4.170 (Hermodor.):—also δορυθρασής, ές, Nonn. D. 17.100, 21.164, al.

German (Pape)

[Seite 659] ές, speerkühn, mutig; Παλλάς Hermod. ep. (Plan. 170).

Greek (Liddell-Scott)

δορῠθαρσής: -ές, = δορίτολμος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1035. 18, Ἀνθ. Πλαν. 170· δορυθρᾰσής, Νόνν. Δ. 21. 162.

Greek Monolingual

δορυθαρσής και δορυθρασύς, -εῖα, -ές (Α)
ο δορίτολμος.

Greek Monotonic

δορῠθαρσής: -ές (θάρσος), = δορίτολμος, σε Ανθ.