δορίτολμος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορίτολμος Medium diacritics: δορίτολμος Low diacritics: δορίτολμος Capitals: ΔΟΡΙΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: dorítolmos Transliteration B: doritolmos Transliteration C: doritolmos Beta Code: dori/tolmos

English (LSJ)

δορίτολμον, bold in war, bold with the spear, daring in war, APl.4.46.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
intrépido en la guerra Νικήτας AP 16.46, Ἄρης Io.Gaz.1.204.

German (Pape)

[Seite 658] speerkühn, mutig; Byz. anath. 30 (Plan. 46).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
audacieux avec la lance.
Étymologie: δόρυ, τόλμα.

Greek (Liddell-Scott)

δορίτολμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Πλαν. 4. 46.

Greek Monolingual

δορίτολμος, -ον (Α)
ο τολμηρός στο δόρυ, στον πόλεμο.

Greek Monotonic

δορίτολμος: -ον (τόλμα), τολμηρός στον πόλεμο, ανδρείος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δορί-τολμος, ον adj adj τόλμα
bold in war, Anth.