ἄδαστος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄδατος EM 249.40G.
no dividido λείας ἄδαστα ... φρουρήματα S.Ai.54, cf. EM l.c., Eust.64.39, 40
•jur. en un contrato de venta indiviso τὸ ἥμισον ... τῶν ἐνεόντων πάντων κοινῶν καὶ ἀδάστων SEG 39.1001.4 (Camarina II/I a.C.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non partagé.
Étymologie: ἀ, δαίω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἄδαστος: δαίω I] неразделенный (λείας φρουρήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monotonic
ἄδαστος: -ον (δατέομαι), αχώριστος, αδιαίρετος, ενιαίος, αμέριστος, σε Σοφ.