Aeolic for ὁμᾷ, = ὁμῆ.
ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) ομόςεπίρρ. ομού, μαζί.